τριγχός

τριγχός
τριγχός, [full] τριγχίον (Eust.1748.47), [full] τρίγχωσις
A (Gloss.), late forms for θριγκός, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τριγχός — ὁ, Α βλ. θριγκός …   Dictionary of Greek

  • θριγκός — Το τμήμα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, το οποίο στους αρχαίους ναούς στηρίζεται πάνω στις κολόνες. Στους ναούς δωρικού ρυθμού ο θ. αποτελείται από τρία οριζόντια τμήματα: το επιστύλιο, τη ζωφόρο και την κορωνίδα. Το επιστύλιο είναι συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • τριγχίον — τὸ, Α [τριγχός] θριγκίον* …   Dictionary of Greek

  • τριγχώ — όω, Α [τριγχός] θριγῶ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”